- διέφερον
- διαφέρωcarry overimperf ind act 3rd plδιαφέρωcarry overimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
PLEBEJI — I. PLEBEJI Ludi momorati A. Gellio l. 2. c. 24. Post idl Senatusconsultum lex Fannia lata est, quae ludis Romanis, item ludis Plebeiis et Saturnalibus et aliis quibusdam diebus in singulos dies centenos aeris insumi concessit: narrante Asconiô… … Hofmann J. Lexicon universale